- αναλίσκω
- (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, -όω, Ν και αναλώνω)1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.)αρχ.1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν, μέ ξεφορτώνονται3. (το ουδ. τής παθ. μτχ. πρκμ. στον πληθ. ως ουσ.) τἀνηλωμένατα δαπανημένα χρήματα4. φρ. «ἀναλίσκω ὕπνον», ξοδεύω την ώρα μου, τον χρόνο μου στον ύπνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναFαλίσκω, με σίγηση τού F και συναίρεση τών δύο –α—σε ᾱ. Ο τ. ἀναλίσκω χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο αντί τού ἁλίσκω, το οποίο είναι σπάνιο και μεταγενέστερο. Η κύρια σημασία τού ρ. φαίνεται να είναι «καταστρέφω, καταναλώνω», το δε προθεματικό ἀνα- υπογραμμίζει την έναρξη τής πράξεως και δίνει στους ενεργητικούς τύπους μεταβιβαστική αξία (πρβλ. ἀναιρῶ «σκοτώνω, καταστρέφω»). Οι τύποι της παθητικής είναι αρχαίοι και πολυάριθμοι και έδωσαν λαβή στη δημιουργία της μεταβιβαστικότητας. Η γενικότερη σημασία τού ρ. εμφανίζεται σε εκφράσεις όπως σιτία ἀναλίσκειν (Ιπποκρ.), ἀναλισκομένοις (Πλάτων) κλπ. για τα ζώα που έχουν καταβροχθισθεί, απ’ όπου η σημασία «καταστρέφω, αφανίζω» - ως ευφημισμός τού «σκοτώνω, σφάζω» -πέρασε στην παθητική. Στην αττική διάλεκτο ο τ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να εκφράσει το «ξοδεύω, δαπανώ». Μ΄αυτή τη σημασία εμφανίζεται στα λογοτεχνικά κείμενα και στις επιγραφές. Τέλος, παράλληλα προς το ἀναλίσκω δημιουργήθηκε επίσης μεταβατικός ενεστώτας ἀναλῶ (-όω).ΠΑΡ. ανάλωμα, ανάλωση (-ις), αναλωτήςμσν.- νεοελλ.αναλώσιμοςνεοελλ.αναλωτός].
Dictionary of Greek. 2013.